- ηχολήπτης
- οο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα-λήπτης, παρα-λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound-engineer].
Dictionary of Greek. 2013.